αντιδυναστικός

αντιδυναστικός
-ή, -ό αντίθετος με τη δυναστεία ή τους δυνάστες, αντιβασιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + δυναστικός < δυνάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Νικόλαο Δραγούμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”